ἀριθμός

ἀριθμός
ἀριθμός, οῦ, ὁ (s. ἀριθμέω; Hom.+)
a cardinal number, number ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα (like Lat. e numero esse) belonging to the number of the twelve, i.e. being one of the twelve Lk 22:3; cp. εὑρεθῆναι ἐν τῷ ἀ. τινος be found among the number 1 Cl 35:4; sim. 58:2; MPol 14:2; Hs 5, 3, 2; 9, 24, 4. W. specif. numbers ἀ. τῶν ἀνδρῶν Ac 4:4; 5:36. τὸν ἀριθμὸν ὡς πεντακισχίλιοι about 5,000 in number (Hdt., X. et al.; SIG 495, 115 [III B.C.]; POxy 1117, 15; PFlor 53, 7; 16; PGen 16, 22f ἀδελφοὶ ὄντες τ. ἀριθμὸν πέντε; 2 Macc 8:16; 3 Macc 5:2; Jos., Vi. 15) J 6:10; cp. Rv 5:11; 7:4; 9:16. W. non-specif. numbers Ro 9:27; Rv 20:8 (both Is 10:22). ὡς μὴ εἶναι ἀριθμόν so that one could not count (them) AcPl Ha 7, 6.—Rv 13:17f, 15:2 refer to numerology, which was quite familiar to people of ancient times; acc. to it, since each Gk. letter has a numerical value, a name could be replaced by a number representing the total of the numerical values of the letters making up the name (cp. PGM 13, 155=466 σὺ εἶ ὁ ἀριθμὸς τ. ἐνιαυτοῦ Ἀβρασάξ [α=1 + β=2 + ρ=100 + α=1 + ς=200 + α=1 + ξ=60 makes 365, the number of days in a year]; IGR IV 743, 7f ἰσόψηφος δυσὶ τούτοις Γάϊος ὡς ἅγιος, ὡς ἀγαθὸς, προλέγω [the name and both adjs. each have a num. value of 284]; PGM 1, 325 κλῄζω δʼ οὔνομα σὸν Μοίραις αὐταῖς ἰσάριθμον; 2, 128; 8, 44ff; SibOr 1, 141–45; Artem. 3, 28; 3, 34; 4, 24; Dssm., LO 237f [LAE 276f]; FBücheler, RhM n.s. 61, 1906, 307f); on the interpr. of the number 666 s. χξϚ´.
a numerical total, number, total (Dt 26:5; 28:62) ἀ. τῶν ἐκλεκτῶν the number of the elect 1 Cl 2:4; cp. 59:2. ἐπληθύνετο ὁ ἀ. the total continued to grow Ac 6:7; περισσεύειν τῷ ἀ. 16:5; πολὺς ἀ. (Diod S 13, 2, 5; 14, 43, 3; Sir 51:28) 11:21. κατὰ ἀριθμὸν ἀγγέλων acc. to the number of angels 1 Cl 29:2 (Dt 32:8).—B. 917. DELG. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁριθμός — ἀριθμός , ἀριθμός number masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμός — number masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση …   Dictionary of Greek

  • δεκαδικός αριθμός — Κάθε ρητός αριθμός ρ που γράφεται με τη μορφή: όπου α ακέραιος και Ψν | ν = 1, 2, … κ, ψηφία. Τα Ψν | ν = 1, 2, … κ ονομάζονται δεκαδικά ψηφία και ο αριθμός α ακέραιο μέρος του αριθμού. Ως δ.α. μπορούν να παρασταθούν μόνο οι ρητοί που η… …   Dictionary of Greek

  • άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • συμμιγής αριθμός — Κάθε συγκεκριμένος αριθμός που αποτελείται από άλλους, των οποίων οι μονάδες έχουν ιδιαίτερες ονομασίες και είναι πολλαπλάσια ή υπολλαπλάσια μιας και της ίδιας μονάδας. Π.χ. η ηλικία του Α είναι: 12 έτη, 4 μήνες και 7 ημέρες. Ο αριθμός αυτός, που …   Dictionary of Greek

  • φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… …   Dictionary of Greek

  • περιττός αριθμός — Ο αριθμός που δεν είναι πολλαπλάσιο του 2, γενική μορφή 2v + 1 …   Dictionary of Greek

  • πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”